- διαμελίζομαι
- διαμελίζομαι, διαμελίστηκα, διαμελισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
διαμελίζομαι — (Α) διαγωνίζομαι στο τραγούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + μελίζω «τραγουδώ»] … Dictionary of Greek
διαμελιζομένων — διαμελίζομαι rival in singing pres part mp fem gen pl διαμελίζομαι rival in singing pres part mp masc/neut gen pl διαμελίζω dismember pres part mp fem gen pl διαμελίζω dismember pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμελιζόμεναι — διαμελίζομαι rival in singing pres part mp fem nom/voc pl διαμελίζω dismember pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμελιζόμενος — διαμελίζομαι rival in singing pres part mp masc nom sg διαμελίζω dismember pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμελισθήσεται — διαμελίζομαι rival in singing fut ind mp 3rd sg διαμελίζω dismember fut ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)